opt out



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: opt out, opt-out

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
opt out vi phrasal (exclude yourself)επιλέγω να μην κάνω κτ περίφρ
  επιλέγω να μην συμμετέχω περίφρ
 I had thought about swimming, but the water looked freezing so I opted out.
 Σκέφτηκα να κολυμπήσω, αλλά το νερό φαινόταν παγωμένο και έτσι επέλεξα να μην το κάνω.
opt out of [sth] vi phrasal + prep (exclude yourself)αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ περίφρ
  (στο οποίο ήδη συμμετείχα)αποσύρομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 In 1992, Denmark opted out of the single European currency.
 Το 1992, η Δανία επέλεξε να μην συμμετέχει στο κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα.
opt out of doing [sth] v expr (exclude yourself from doing)επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ περίφρ
 Tick this box to opt out of receiving our newsletter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
opt-out n (choice to be excluded)εξαίρεση ουσ θηλ
  επιλογή μη συμμετοχής φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση opt out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «opt out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!